άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… … Dictionary of Greek
άμβλωση — η (ιατρ.), η πρόωρη αποβολή του εμβρύου με τεχνητά μέσα, η έκτρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμβλώσιμος — η, ο (Α ἀμβλώσιμος, ον) νεοελλ. αυτός που υπόκειται σε άμβλωση, που μπορεί να υποστεί άμβλωση αρχ. αυτός που έχει σχέση με άμβλωση ή αποβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβλωσις + παραγ. κατάλ. ιμος] … Dictionary of Greek
έκτρωση — Η τεχνητή πρόωρη αποβολή του εμβρύου από τη μήτρα. Βλ. λ. άμβλωση. * * * η (Α ἔκτρωσις) πρόωρη αποβολή τού εμβρύου από τη μήτρα, αυτόματη ή τεχνητή διακοπή τής εγκυμοσύνης αρχ. άμβλωση, αποβολή, πρόωρη γέννηση … Dictionary of Greek
αποβολή — Η απόρριψη, η απώλεια, το χάσιμο· η άμβλωση, ο πρόωρος τοκετός. Α. λέγεται επίσης η απαγόρευση φοίτησης μαθητή σε σχολείο και ενέχει τον χαρακτήρα πειθαρχικής τιμωρίας. Η α. αυτή μπορεί να είναι προσωρινή ή οριστική. Α. επιβάλλεται και από τις… … Dictionary of Greek
άμβλωμα — το (Α ἄμβλωμα) [ἀμβλῶ] νεοελλ. 1. πρόωρα γεννημένο έμβρυο 2. κάθε ελλιπές και κακότεχνο κατασκεύασμα αρχ. η άμβλωση, έκτρωση … Dictionary of Greek
αμβλωθρίδιος — ἀμβλωθρίδιος, ον (Α) [ἀμβλῶ] 1. αυτός που προκαλεί άμβλωση, αποβολή τού εμβρύου 2. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμβλωθρίδιον α) φάρμακο που προκαλεί την αποβολή εμβρύου β) το ίδιο το έμβρυο που αποβλήθηκε … Dictionary of Greek
αμβλωτικός — ή, ό (Α ἀμβλωτικός, ή, όν) [ἀμβλῶ] αυτός που προκαλεί άμβλωση ή χρησιμοποιείται σ αυτήν … Dictionary of Greek
αποφθορά — ἀποφθορά, η (Α) 1. πλήρης καταστροφή 2. άμβλωση, αποβολή … Dictionary of Greek
εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… … Dictionary of Greek